- κυθώνυμος
- κῠθώνῠμος, ον,A of hidden name, epith. of Oedipus, Antim.55: written κυθν- by Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυθώνυμος — κυθώνυμος, ον (Α) (ως επίθετο τού Οιδίποδος) αυτός που έχει επονείδιστο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυθ (< κεύθω «καλύπτω, κρύβω») + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κυθώνυμον — κυθώνυμος of hidden name masc/fem acc sg κυθώνυμος of hidden name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυθωνύμου — κυθώνυμος of hidden name masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυθνώνυμος — κυθνώνυμος, ον (Α) βλ. κυθώνυμος … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek